- συγκαρπία
- η, Νβοτ. η κατάσταση κατά την οποία τα καρπόφυλλα που αποτελούν τον γυναικώνα ενός άνθους συμφύονται σε έναν και μόνο ύπερο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. syncarpy < συν-* + καρπός + κατάλ. -ία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
σμεουριά — (rubus idaeus). θαμνώδες φυτό της οικογένειας των Ροδιδών, που ονομάζεται επιστημονικά ρούβος της Ιδης. Ο καρπός του ονομάζεται σμέουρο σμέουρδο ή νάουρο αλλά είναι γνωστός και με το γαλλικό όνομα «φραμ πουάζ». Φυτό συγγενές με τη βατομουριά,… … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
σύγκαρπος — η, ο / σύγκαρπος, ον, ΝΜ νεοελλ. βοτ. (για γυναικώνα άνθους) αυτός που εμφανίζει συγκαρπία, αλλ. κοινόκαρπος μσν. (για κλαδί φυτού) αυτός που έχει κοπεί μαζί με καρπούς («σύγκαρπος μυρσίνη», Λίβ. Ροδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καρπός (< καρπός) … Dictionary of Greek
καρποταξία — Σύνολο καρπών ενωμένων σε κοινό άξονα· χαρακτηρίζονται και ως σύνθετοι καρποί. Διακρίνονται σε κοινοκάρπια, όταν προέρχονται από τη γονιμοποίηση των ανθών μιας ολόκληρης ταξιανθίας (όπως συμβαίνει στον σπάδικα του αραβοσίτου και στο σταφύλι της… … Dictionary of Greek
λειριόδεντρο — Κοινή ονομασία του είδους Liriodendron tulipifera. Πρόκειται για δικοτυλήδονο δέντρο της οικογένειας των μαγνολιιδών. Ο κορμός του είναι χοντρός με γκριζωπό φλοιό και επιμήκη σχισίματα. Τα φύλλα του είναι κατ’ εναλλαγή, μακρόμισχα, χαρακτηριστικά … Dictionary of Greek
νελούμβιο — Πολυετές υδρόβιο φυτό της οικογένειας των Νυμφαιιδών (δικοτυλήδονα)·. Η επιστημονική του ονομασία είναι νελούμβιο το κομψό. Έχει ριζωματώδη, σαρκώδη βλαστό, που έρπει στον πυθμένα των λιμνών και δίνει μακρόμισχα, ασπιδοειδή, κυκλικά φύλλα, που… … Dictionary of Greek